Στο δοκίμιο «Πέρα από την αρχή της ηδονής» ο Φρόυντ περιγράφει ένα παιδικό παιχνίδι,όπου ένα παιδάκι πετούσε μακριά ένα καρούλι δεμένο με σπάγγο και μετά το ξαναέφερνε κοντά του. Από τα επιφωνήματα που έβγαζε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο Φρόυντ εμπνεύστηκε για να μιλήσει για το Fort Da, και ένα μέρος της ερμηνείας που δόθηκε, ήταν πως αυτό το παιχνίδι συμβόλιζε την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση της μητέρας του.Πιό συγκεκριμένα το πέταγμα του αντικειμένου θα μπορούσε να είναι η ικανοποίηση μιας απωθημένης στη ζωή εκδικητικότητας κατά της μητέρας που έφευγε μακριά του. «Ναι, φύγε δεν σε χρειάζομαι»…αλλά πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρήκα. Παρά το ότι το παιδί δεν δυσανασχετούσε όποτε έφευγε η μητέρα του, παίζοντας το παιχνίδι της εξαφάνισης –επανεμφάνισης, που είχε το ίδιο εφεύρει, έγινε αντιληπτό το πόσο τραυματική ήταν η αποχώρηση του από τη μητέρα. Όμως για να φτάσει στην ικανοποίηση του «σε ξαναβρίσκω», υπήρχε επανάληψη του τραυματικού βιώματος…
Διαβάζοντας τα παραπάνω μπορούμε να πάρουμε μόνο μια μικρή ιδέα του τι σημαίνει η θέση της μητέρας, η παρουσία και η απουσία της, όχι μόνο για ένα παιδί αλλά για κάθε άνθρωπο.
Η μητέρα θα μας δώσει ζωή μέσα από τη δική της, θα δημιουργήσουμε έναν άρρηκτο δεσμό μαζί της ήδη από τη σύλληψη και την ενδομήτρια ζωή μας, θα πονέσουμε στη σκέψη της απώλειας της, θα μας λείψει πολύ όταν την αποχωριστούμε έστω και για λίγο, αφού μοιάζει η έλλειψη της να διέπεται από μια αχρονικότητα, θα της θυμώσουμε πολύ, θα προσπαθήσουμε να την απομυθοποιούμε, να την εγκαταλείψουμε, να την αντικαταστήσουμε,ενώ η πραγματική απώλεια τησ θα μασ βυθιπσει σε μια απέραντη θλίψη. Ίσως τελικά να είναι ο μόνος άνθρωπος στον όποιό βλέπουμε τόσα διαφορετικά πρόσωπα, που θα μας εμφυσήσει τόσα αντικρουόμενα μεταξύ τους συναισθήματα, που η αγάπη της δεν μπορεί να λείπει, ενώ η υπόσταστη της μπορεί ενίοτε να γίνει αφόρητη.
Ποιος όμως είναι ο ρόλος αυτής της γυναίκας, που η έλλειψη της ή η έλλειψη της έλλειψης που μπορεί να προκαλέσει, αποτελεί δομικό λίθο στη ψυχοσωματική μας ανάπτυξη;
Η μάνα-τροφός, το πρωταρχικό μας αντικείμενο ως βρέφη, που χωρίς αυτό κινδυνεύουμε να πεθάνουμε κυριολεκτικά και συμβολικά, ενώ ανάλογα με το είδος της παρουσίας της συνάμα µε τη προωρότητα του ερχομού μας στη ζωή και την καθ’ όλα φυσιολογική ανωριμότητα που έχουμε ως πολύ μικρά παιδιά,μας γεννά συναισθήματα ανασφάλειας, που μας οδηγούν στο να φοβόμαστε µήπως την χάσουμε και να επιθυµούμε την αποκλειστικότητά της.
Με τη μητέρα μας δημιουργούμε μια άρρηκτη, δυαδική σχέση, συµβιωτική και συγχωνευτική, ενώ παράλληλα υποθέτουμε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε το αντικείμενο της επιθυμίας της, μια επιθυμία που όμως για να υπάρχει, σημαίνει ότι κάτι της λείπει και το επιθυμεί. Το αντικείμενο που ικανοποιεί την έλλειψη του Άλλου-της μητέρας, είναι ένα σημαίνον που στη προοιδιπόδεια φάση έχει μια φαντασιακή υπόσταση, και σχηματίζει ένα τριγωνικό σχήμα μεταξύ «ημών και της μητρός μας», είναι ένας φαλλός.
Έτσι μπαίνουμε στην θέση του αντικειμένου που υποθέτουμε πως λείπει στη μητέρα μας και γινόμαστε οι ίδιοι «αυτό που δεν έχει…ο φαλλός της μαμάς μου».
Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται η συνέχιση της συμβιωτικής μας σχέσης, που θα πάψει, θα μετεξελιχθεί σε τριαδική και θα μας βγάλει ως παιδιά από την θέση του φαλλού της μητέρας, αν θα δεχτεί στη λειτουργία της τη συμμετοχή ενός τρίτου, του πατέρα. Η αναγνώριση και η νοηματοδότηση όμως αυτού του τρίτου ως τον πατέρα, ως τον Νόμο εξαρτάται και θα συντελεστεί μέσα από τα μάτια της μητέρας μας…
Κάπως έτσι λοιπόν από την αρχή της ζωής, ξεκινά η δομικότερη μας σχέση, και παράλληλα μια συνεχής προσπάθεια να βρούμε τη θέση μας μέσα σε ένα συμβολικό «όλα για τη μητέρα μου».
Η μητέρα είναι το πρόσωπο που έχει αγαπηθεί πιο πολύ και που το βλέμμα του θα χαράξει μεγάλο κομμάτι της πορείας του ψυχικού μας οργάνου. Ένα αγαπημένο, μοναδικό, και αναντικατάστατο πρόσωπο με την τρισυπόστατη παρουσία σε πραγματικό, φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο που οδηγεί σε μια σκέψη : να αναλογιστούμε τη σχέση που έχει ο καθένας με το Όνομα της μητέρας.