Loading...

Οι εποχές της ανάπτυξης του ανθρώπου

Η σύζευξη του ψυχοσεξουαλικού με το ψυχοκοινωνικό στοιχείο στη θεωρία του E.H.Wrikson.

Ο E. H. Erikson (1902-1994) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αναπτυξιακούς ψυχολόγους και ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στην Φρανκφούρτη από Δανούς γονείς και η ιστορία της ζωής του δίνει την αίσθηση ότι αποτελεί τον καμβά των όσων έγραψε για την ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Δε γνώρισε ποτέ το βιολογικό του πατέρα και υπέγραφε με το επίθετο του πατριού του ως Homburger έως το 1939, οπότε έδωσε στον εαυτό του το επίθετο Erikson (ο γιός του Erik).
Ζωγράφος και δάσκαλος αρχικά, ήλθε συμπτωματικά σε επαφή με την Άννα Φρόυντ στη Βιέννη και εκπαιδεύτηκε στην ψυχανάλυση παιδιών.
Το 1931 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου συνεργάστηκε ως ερευνητής και καθηγητής με κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα, παρότι δε διέθετε ο ίδιος σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου.
Η μεγάλη του προσφορά έγκειται στη διατύπωση μιας θεωρίας ανάπτυξης της προσωπικότητας που γεφύρωσε την ψυχοσεξουαλική συνιστώσα της Φροϋδικής θεωρίας με τον ψυχοκοινωνικό παράγοντα, επιτρέποντας μια ευρεία αντίληψη του Εγώ.
Η προσωπικότητα κατά την άποψή του δεν ολοκληρώνεται στα πρώτα χρόνια της ζωής αλλά συνεχίζει να χτίζεται έως στα βαθιά γεράματα, με 8 καθοριστικά βήματα, τις «εποχές του ανθρώπου», υπό την επίδραση του βιολογικού, του ψυχολογικού και του πολιτισμικού παράγοντα.
Κομβικό στοιχείο αυτής της πορείας αποτελεί η απόκτηση ταυτότητας και ο όρος «κρίση ταυτότητας» που διατύπωσε ο Erikson έγινε παγκόσμια γνωστός.
Από την Εμβρυολογία δανείστηκε την Αρχή της Επιγενέσεως :ότι αναπτύσσεται έχει ένα γενετικό διάγραμμα από το οποίο αναδύονται τα μέρη. Κάθε μέρος έχει το δικό του χρόνο εμφάνισης, έως ότου τελικά αναδυθούν όλα και σχηματίσουν το Όλον. Έτσι, ενώ οι «Εποχές του Ανθρώπου» υφίστανται με κάποια μορφή από την αρχή της ζωής, κάθε μία τους ανέρχεται με κατάλληλο ρυθμό και σειρά.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι η Αρχή της Αμοιβαιότητας: η αλληλεπίδραση και αμοιβαία ρύθμιση του ατόμου με άλλα άτομα, αλλά και την κουλτούρα μέσα στην οποία μεγαλώνει, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδει η θεωρία του στην 1η εποχή του ανθρώπου (1ος χρόνος ζωής) όπου η βασική εμπιστοσύνη αντιπαλεύει με τη βασική δυσπιστία και στην εφηβεία (5η εποχή του ανθρώπου) όπου πλέον η ταυτότητα εγκαθιδρύεται σταθερά.
Κάθε στάδιο γίνεται «κρίση» με την έννοια όχι της καταστροφής αλλά της αποφασιστικής στιγμής ανάμεσα στην ολοκλήρωση και στην καθυστέρηση. Κρίση επίσης και με την έννοια της ανάγκης επίλυσης των συναφών με κάθε φάση προβλημάτων σχέσεων προς τον εαυτό και το περιβάλλον.
Η επίλυση των κρίσεων δυναμώνει το Εγώ και το προικίζει με αρετές. Δίχως αυτές και δίχως την επανεμφάνισή τους από γενιά σε γενιά όλες οι υπόλοιπες ανθρώπινες αξίες χάνουν την ουσία τους.
Κάθε εποχή έχει στενή σχέση με έναν σημαντικό κοινωνικό θεσμό. Σε κάθε στάδιο επίσης υπάρχει ένα ρεπερτόριο καθηκόντων στο οποίο πρέπει να ανταποκριθούμε καθώς και κάποιος προσωπικός και ταυτόχρονα πολιτισμικά διαμορφωμένος τρόπος να «κάνουμε» τα πράγματα και να τα ζούμε.
Εάν σε κάποιο στάδιο υπάρξουν προβλήματα, τότε επιπτώσεις εμφανίζονται και στα μεταγενέστερα και αφορούν τόσο το άτομο όσο και το κοινωνικό σύνολο.

Εμπιστοσύνη εναντίον Δυσπιστίας

Η αίσθηση βασικής εμπιστοσύνης προς τον εαυτό και τον κόσμο που μας περιβάλλει αποτελεί το θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικότητας. Πηγάζει από τις εμπειρίες του 1ου χρόνου της ζωής και κυρίως από τη σχέση με τη μητέρα.
Η ύπαρξη εμπιστοσύνης φαίνεται στην ικανότητα του βρέφους να χαμογελά, να κοιμάται ήσυχο, να τρέφεται άνετα και να αφοδεύει χαλαρά.
Η μητέρα στην εποχή αυτή συμπυκνώνει όλο το κοινωνικό περιβάλλον με τις επικρατούσες αξίες του.
Χάρις στην εμπιστοσύνη μας προς αυτή επιτυγχάνουμε το 1ο κοινωνικό μας κατόρθωμα: της επιτρέπουμε να λείψει για λίγο. Και αυτό γιατί αναπτύσσουμε ένα αίσθημα εσωτερικής βεβαιότητας πως θα επιστρέψει.
Η καθημερινή ρουτίνα στο τάισμα, άλλαγμα και στη φροντίδα και η συνέπεια και συνέχεια στο περιβάλλον του βρέφους από γονείς έμπιστα μητρικούς, αποτελούν θεμέλιο για την ανάπτυξη ταυτότητας και πίστης πως ο κόσμος αυτών που μας φροντίζουν είναι ένας κόσμος στον οποίο μπορεί να βασίζεται κανείς.
Ο κατάλληλος βαθμός εμπιστοσύνης-δυσπιστίας έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της ελπίδας, «της πλέον απαραίτητης ιδιότητας, έμφυτης στο να είναι κανείς ζωντανός»
Στην εποχή αυτή αποκτούμε και την πρώτη κοινωνική ιδιότητα: λαμβάνω και αποδέχομαι αυτό που μου προσφέρουν, δηλαδή «παίρνω».
Το βρέφος στη διάρκεια του 1ου χρόνου ζωής βιώνει καθαγιασμένη την παρουσία της μητέρας. Αυτή το τρέφει και το φροντίζει, με άλλα λόγια το «αναγνωρίζει». Οι ενορμήσεις, η οδοντοφυΐα ο απογαλακτισμός και ο αυξανόμενος αποχωρισμός από τη μητέρα συντελούν στο να εισέρχονται στον κόσμο μας οι έννοιες «καλό» και «κακό» καθώς και η νοσταλγία για τον παράδεισο που χάσαμε.
Η θρησκεία ως κοινωνικός θεσμός συνδέεται με την εποχή αυτή της ανάπτυξης καθώς και η διαστρέβλωσή της, η ειδωλομανία.
Από πλευράς ψυχοπαθολογίας εδώ βρίσκονται οι ρίζες των διαταραχών σχιζοφρενικού φάσματος και της κατάθλιψης με ψυχωτικά στοιχεία.

Αυτονομία και Υπερηφάνεια εναντίον Ντροπής και Αμφιβολίας

Από το τέλος του 1ου χρόνου ζωής έως και τον 3ο η επιθυμία του παιδιού να σταθεί στα πόδια του και να αποκτήσει αυτονομία έρχεται αντιμέτωπη με τη ντροπή, την αίσθηση πρόωρης και ανόητης έκθεσης του εαυτού και την αμφιβολία, τη δευτερογενή δυσπιστία που υποδηλώνεται με το κοίταγμα προς τα πίσω.
Η αυτονομία αναφέρεται στη δυνατότητα του παιδιού να νιώθει ότι κυριαρχεί πάνω στον εαυτό και τις παρορμήσεις του. Σε σημαντικό βαθμό αυτό οφείλεται στην ωρίμανση του μυϊκού του συστήματος (στο οποίο ανήκουν και οι σφιγκτήρες του σώματος), προετοιμάζοντας το έδαφος για πειραματισμό με δύο σύνολα κοινωνικών ιδιοτήτων, το «κρατώ» και το «αφήνω». Οι ιδιότητες αυτές έχουν σχέση με την πρωκτική ζώνη, επηρεάζοντας την προσωπικότητα και τις συλλογικές στάσεις.
Το «κρατώ» μπορεί να μετατραπεί σε πρότυπο φροντίδας, «έχω και συγκρατώ» ή να γίνει σκληρή συγκράτηση. Το «αφήνω» να γίνει τάση προς χαλάρωση («ας περάσει και αυτό») ή να μετατραπεί σε απελευθέρωση καταστροφικών δυνάμεων.
Η προσπάθεια για νέες και πιο ενεργείς εμπειρίες θέτει διπλή απαίτηση στο παιδί, για αποδοχή του ελέγχου του περιβάλλοντος από τους άλλους και για αυτοέλεγχο. Το παιδί μαθαίνει τώρα τι περιμένουν από αυτό, ποια είναι τα δικαιώματά του, οι περιορισμοί και τα όρια. Οι γονείς προσπαθώντας να δαμάσουν το πείσμα του χρησιμοποιούν την πανανθρώπινη τάση της ντροπής, που έχει τις ρίζες της στο βίωμα του παιδιού, όταν για πρώτη φορά σταθεί όρθιο, πως είναι πολύ μικρό σε σχέση με τους άλλους που το κοιτάζουν από ψηλά.
Ο αυτοέλεγχος θα προσδώσει στο παιδί ένα διαρκές αίσθημα ελεύθερης θέλησης και υπερηφάνειας («καλά τα κατάφερα»), ενώ η απώλειά του μια διαρκή ντροπή και αμφιβολία.
Η βούληση, η αυτόνομη δύναμη να επιλέγουμε ελεύθερα, να αποφασίζουμε, να ασκούμε αυτοπεριορισμό, προικίζει τώρα το Εγώ.
Παράλληλα, αναδύεται η πηγή όλων των προκαταλήψεων και των χωριστών ειδών, καθώς το παιδί μαθαίνει να διακρίνει ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ανάμεσα στο «είδος μας» και στους «διαφορετικούς».
Η αρχή του Νόμου και της Τάξης, όπως τις συναντούμε στους θεσμούς της πολιτικής και νομικής οργάνωσης συνδέεται με την εποχή αυτή, όπως και ο νομικισμός, η νίκη του γράμματος επί του πνεύματος του νόμου και της ανταπόδοσης επί της συμπάθειας.

Πρωτοβουλία εναντίον Ενοχής

Βρισκόμαστε πλέον σε μια περίοδο επέκτασης της κυριαρχίας και της υπευθυνότητας (προσχολική ηλικία, 3ος-5ος χρόνος ζωής).
Το παιδί είναι τώρα ικανό να κινείται ανεξάρτητα και ζωηρά. Στη συμπεριφορά του κυριαρχούν η σωματική επιθετικότητα, η επιθετική ομιλία, η περιέργεια και η συνεργασία με συνομήλικους, με σκοπό τον σχεδιασμό και την κατασκευή.
Η επιμονή, ο καθορισμός, ο σχεδιασμός και η επίτευξη στόχων αποτελούν το νέο ρεπερτόριο καθηκόντων.
Στον αντίποδα πηγάζει η ενοχή από την ξέφρενη αναπόληση, τις γενετήσιες φαντασιώσεις και τη χρήση επιθετικών μέσων που αναγκάζουν τους γονείς να παρέμβουν για να ανασχέσουν τη δραστηριότητα του παιδιού.
Ο σκοπός χρωματίζει το Εγώ και εκπηγάζει από την κύρια δραστηριότητα της φάσης αυτής, το παιγνίδι. Το παιδί παίζει παριστάνοντας τους γονείς και άλλους συναρπαστικούς ενήλικες που τους αναγνωρίζει από τις στολές και τα καθήκοντά τους. Σε κάποιο μάλιστα βαθμό αντιλαμβάνεται πώς είναι να γίνει σαν αυτούς.
Το δραματικό στοιχείο (δρω-παίζω-μιμούμαι) των τελετουργιών οφείλει την ύπαρξή του στο παιγνίδι αυτό, όπως και «απομίμηση» (εμφάνιση εικόνας με μίμηση ρόλων, που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής ταυτότητας του ενήλικα).

Εργατικότητα εναντίον Κατωτερότητας

Σε όλους τους πολιτισμούς στην φάση αυτή (λανθάνον στάδιο κατά τον Φρόυντ) τα παιδιά δέχονται συστηματική διδασκαλία, ανεξάρτητα με τα εάν αυτή γίνεται στο χωράφι, στη σχολική αίθουσα ή στη ζούγκλα. Μαθαίνουν να αποκτούν αναγνώριση με την παραγωγή αντικειμένων, υποτάσσουν την οργιώδη φαντασία, αναπτύσσουν εργατικότητα κα ενδιαφέρον για τα εργαλεία, μαθαίνουν να εκτελούν μεθοδικά.
Τα παιδιά εμφανίζουν πλέον ικανότητα, χρήση δηλαδή ευφυίας και επιδεξιότητας για την επίτευξη στόχων.
Με την καθοδήγηση της διδασκαλίας εξοικειώνονται με τον τεχνικό τρόπο ζωής και προετοιμάζονται για τον κόσμο της ενήλικης εργασίας.
Από εργασιακή άποψη αυτό είναι το κυριότερο στάδιο καθώς τώρα διδασκόμαστε το τεχνολογικό ήθος του πολιτισμού μας: ισότητα ευκαιριών και καταμερισμός εργασίας.
Η ακτίνα των σημαντικών σχέσεων έχει πλέον επεκταθεί σημαντικά, περιλαμβάνοντας τη γειτονιά και το σχολείο.
Αίσθημα κατωτερότητας εμφανίζεται στο παιδί όταν αποτυγχάνει να πετύχει τους στόχους που αναλαμβάνει ή που του θέτουν γονείς και δάσκαλοι.

Ταυτότητα εναντίον Διάχυσης Ταυτότητας

Βρισκόμαστε στην εφηβεία, τη μεταβατική εποχή από την παιδικότητα στην ενήλικη ζωή. Αρχίζουμε πλέον να βιώνουμε αίσθηση ταυτότητας, την αίσθηση ότι είμαστε μοναδικοί, ιδιαίτεροι και προετοιμασμένοι να ταιριάξουμε σε κάποιο κοινωνικό ρόλο. Προσπαθούμε να καθορίσουμε τι είμαστε στο παρόν και τι θέλουμε να γίνουμε στο μέλλον. Αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας.
Ο εσωτερικός παράγοντας που ενεργοποιεί την συγκρότηση ταυτότητας είναι το Εγώ που επιλέγει και ενοποιεί σε ταύτιση με πρότυπα ανθρώπων και σε προσαρμογή με το κοινωνικό περιβάλλον.
Η ψυχοκοινωνική ταυτότητα θα συγκροτηθεί με τη βαθμιαία συγχώνευση και σύνθεση των επιμέρους ταυτίσεων. Το σύνολο όμως θα είναι διαφορετικό από το άθροισμα των μερών του.
Ο έφηβος είναι πιθανό να ταλαιπωρείται από σύγχυση ρόλων εξαιτίας διάχυσης ταυτότητας, διάχυσης των εικόνων του Εαυτού και αδυναμίας σύνθεσής τους.
Ο όρος «κρίση ταυτότητας», κεντρικός στο έργο του Erikson, παραπέμπει στην αναγκαιότητα να επιλυθεί η εφήμερη αποτυχία συγκρότησης σταθερής ταυτότητας. Αυτό είναι κατορθωτό μόνο όταν στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον υπάρχουν αξίες και πρότυπα με τη μορφή προσώπων κύρους. Έτσι, η ακτίνα των σημαντικών σχέσεων περιλαμβάνει πλέον και τα ηγετικά πρότυπα.
Εάν τα πρότυπα απουσιάζουν συσσωρεύονται στην προσωπικότητα ευτελή χαρακτηριστικά (αρνητική ταυτότητα). Ο πιο προσιτός τρόπος για να αντέξει κανείς μια τέτοια σύγχυση είναι να προβάλει αυτά τα χαρακτηριστικά σε άλλους και να προσκολληθεί σε ομάδες ατόμων με το ίδιο πρόβλημα (συμμορίες νέων, χούλιγκαν κλπ.)
Παλεύοντας να σχηματίσει ένα σώμα αξιών όπου θα οικοδομήσει την ταυτότητά του, ο έφηβος ανακαλύπτει την αφοσίωση.
Το σχετιζόμενο με την εφηβεία στοιχείο του κοινωνικού συστήματος είναι η ιδεολογία και στον αντίποδά της ο ολοκληρωτισμός.

Οικειότητα εναντίον Απομόνωσης

Η αρετή της αγάπης εμφανίζεται και οι ενήλικες είναι πλέον πρόθυμοι να ενώσουν την ταυτότητά τους με τους άλλους. Αναζητούν δεσμούς και σχέσεις που χαρακτηρίζονται από συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Έχουν τη δύναμη να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν παρά τον κόπο που θα απαιτηθεί.
Παρότι η αγάπη με άλλες μορφές είναι ήδη παρούσα, αγάπη με αμοιβαιότητα μπορούμε να βιώσουμε μόνο μετά την εφηβεία.
Για πρώτη φορά στη ζωή επίσης εμφανίζεται αληθινή σεξουαλικότητα, σε αμοιβαιότητα με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Η σεξουαλική ζωή στα προηγούμενα στάδια ήταν περιορισμένη στην αναζήτηση σεξουαλικής ταυτότητας που συχνά έπαιρνε τη μορφή μάχης.
Ο κίνδυνος είναι η απομόνωση, η αποφυγή στενών σχέσεων εξαιτίας φόβου απώλειας του Εαυτού.
Τα πρότυπα κοινωνικών σχέσεων αναδύονται σε αυτή την εποχή, το πώς μοιράζεται κάποιος στην αγάπη, στη φιλία, στην εργασία κλπ.
Στον αντίποδα, εδώ βρίσκονται οι απαρχές του ελιτισμού, ο σχηματισμός δηλαδή ομάδων «εκλεκτών» που αποτελούν μορφές κοινού ναρκισσισμού.

Γενεσιουργικότητα εναντίον Αυτοαπορρόφησης

Η γενεσιουργικότητα περικλείει αναπαραγωγικότητα και δημιουργικότητα. Χαρακτηρίζεται από το ενδιαφέρον για τη θεμελίωση της επόμενης γενιάς και την καθοδήγησή της αλλά και για οτιδήποτε ¨παράγεται¨, όπως ιδέες και προϊόντα.
Όταν είναι αδύναμη ή δεν βρίσκει έκφραση, η προσωπικότητα παλινδρομεί ή λιμνάζει.
Το ενδιαφέρον είναι η αρετή που μας προικίζει και εκφράζεται με την ανατροφή και τη διδασκαλία των παιδιών και τη μεταβίβαση κοινωνικών αξιών. Έτσι ο άνθρωπος διασώζει τον πολιτισμό του-μεταβιβάζοντας τον-αποκτώντας ταυτόχρονα την ικανοποίηση πως είναι χρήσιμος και απαραίτητος.
Η γενεσιουργικότητα συνδέεται με την Τέχνη, την Επιστήμη και την Παιδεία αλλά και με το δεσποτισμό όταν η κρίση δεν επιλυθεί σωστά.

Ακεραιότητα εναντίον Απόγνωσης

Στον άνθρωπο που έχει φροντίσει για ανθρώπους, ιδέες και πράγματα και έχει προσαρμοστεί στους θριάμβους και στις απογοητεύσεις της ύπαρξης ωριμάζει ο καρπός των επτά προγενέστερων εποχών.
Η λέξη «ακεραιότητα» περιγράφει την κατάσταση αυτή που κατά τον Erikson ορίζεται ως η βεβαιότητα του ατόμου πως η ζωή του έχει νόημα. Είναι η αποδοχή του ενός και μοναδικού κύκλου ζωής ως κάτι που έπρεπε να υπάρξει και που αναγκαστικά δεν επέτρεπε υποκατάστατα. Και εξαιτίας του λόγου αυτού, παρότι υπάρχουν διαφορετικές στάσεις ζωής καθένας διατηρεί με αξιοπρέπεια τη δική του, υπερασπίζοντάς την από τυχόν απειλές.
Η έλλειψη ακεραιότητας χαρακτηρίζεται από το φόβο θανάτου . ο ένας και μοναδικός κύκλος ζωής δε γίνεται δεκτός ως ο ύστατος. Η απόγνωση εκφράζει τότε τη βεβαιότητα πως ο χρόνος είναι πλέον λιγοστός για να προσπαθήσει να ξεκινήσει μια άλλη ζωή.
Μέσα από τις εμπειρίες αυτές πηγάζει η σοφία, με τη μορφή του ενδιαφέροντος για την ίδια τη ζωή απέναντι στο πρόσωπο του θανάτου. Αυτός που την έχει πραγματικά κατακτήσει αποτελεί για τις νεότερες γενιές παράδειγμα ζωής που το χαρακτηρίζει η πληρότητα. Και το παράδειγμα αυτό είναι τελικά η πιο σπουδαία κληρονομιά που μπορούμε να αφήσουμε, είναι «η κληρονομιά της ψυχής».
Κοινωνικά, η σοφία των γενεών αντιπαρατίθεται στην ρηχή και επίπλαστη ψευδοσοφία, την προσποίηση πως κάποιος είναι σοφός.

Βιβλιογραφία

  • Brenner, Ch. (1955) An Elementary Textbook of Psychoanalysis. Revised 1973. New York: International University Press.
  • Γιατροί Χωρίς Σύνορα (1992) Πληθυσμοί σε Κίνδυνο. Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α, Λιβάνη
  • Erikson, E.H.(1959) Identity and the Life Cycle. (1979) W.W. Norton & Co.
  • Erikson, E.H. (1968) Identity: Youth and Crisis. W.W. Norton & Co.
  • Έρικσον Έρικ (19750 Η Παιδική Ηλικία και η Κοινωνία. Αθήνα 1990: Εκδόσεις Καστανιώτη
  • Hall, C.S. & Lindsey, G. (1978). Theories of Personality. Third ed. New York: John Wiley and Sons.
  • Papadimitriou K., Mastroyannidi K., Haniotis G. (2000) ¨A Group-Analytic Procedure to the Feeling of Being Uprooted: From Despair to Creation¨ , 14th International Congress of International Association of Group Psychotherapy, Jerusalem, Israel.